- (αι)ματοκύλισμα
- (αι)ματοκύλισματο, -ατοςτραυματισμοί, φόνοι, σφαγή: Αυτό που έγινε ήταν σωστό ματοκύλισμα.ματοκύλισματοτο αιματοκύλισμα, η σφαγή: Το ματοκύλισμα του εμφύλιου πολέμου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.